- ρακένδυτος
- -η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑαυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρακένδυτος — η, ο αυτός που φορεί ράκη, κουρέλια, ο κουρελής: Μπροστά του στεκόταν ένας άνθρωπος ρακένδυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρακενδυτώ — έω, Μ [ῥακένδυτος] είμαι ρακένδυτος, φορώ κουρέλια … Dictionary of Greek
γυμνοκώλης — α, ικο 1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος 2. ρακένδυτος, κουρελής 3. αυτός που δεν έχει περιουσία 4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
κουρελής — ο, θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος 2. το θηλ. η κουρελού χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. λής (<… … Dictionary of Greek
κουρελιάρης — α, ικο [κουρέλι] κουρελής, ρακένδυτος … Dictionary of Greek
κουρελιάρικος — η, ο [κουρελλιάρης] 1. αυτός που έχει μεταβληθεί σε κουρέλι, κουρελιασμένος 2. ντυμένος με κουρέλια, ρακένδυτος, κουρελιάρης … Dictionary of Greek
κουρελοντυμένος — η, ο ντυμένος με κουρέλια, κουρελιάρης, ρακένδυτος … Dictionary of Greek
ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική … Dictionary of Greek